κεράρχης

κεράρχης
κεράρχης
commander of a: masc nom sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεράρχης — κεράρχης, ὁ (Α) 1. ο αρχηγός μιας διφαλαγγαρχίας 2. αυτός που ηγείται τριάντα δύο ελεφάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με σημ. «στρατιωτικό σώμα» + άρχης (< ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

  • κεράρχης — commander of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κεραρχία — κεραρχία, ἡ (Α) [κεράρχης] το αξίωμα τού κεράρχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”